- εφίστιος
- -α, -ο (Α ἐφίστιος, -ον)νεοελλ.αυτός που βρίσκεται, που κρέμεται, που είναι προσαρμοσμένος στον ιστό («ἐφίστιος φανός»)αρχ.επιγρ. ιων. τ. τού εφέστιος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφίστιος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… … Dictionary of Greek